- τρωγλύδριον
- τρωγλύδριον, τό, Dim. of τρώγλη,A a small hole, Hdn.Gr.1.366.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρωγλύδριον — a small hole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλύδριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. μικρή τρώγλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek